πουλάδα

πουλάδα
η цыплёнок; молодая курочка

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "πουλάδα" в других словарях:

  • πουλάδα — και παλ. τ. πουλλάδα, η, Ν 1. νεαρή κότα 2. στον πληθ. οι πουλάδες ζωολ. κοινή ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων υδρόβιων γερανόμορφων πτηνών τής οικογένειας ραλλίδες, αλλ. νερόκοτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλί + κατάλ. άδα (πρβλ. αγελ άδα)] …   Dictionary of Greek

  • πουλάδα — η νεαρή κότα, αλλ. πουλακίδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αλεκτοριδεύς — ἀλεκτοριδεύς έως, ο (Α) [ἀλέκτωρ] μικρός αλέκτωρ ή μικρή αλεκτορίς, κοκοράκι, πουλάδα …   Dictionary of Greek

  • κοκότα — η γυναίκα ελευθέριων ηθών. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. cocotte «πουλάδα»] …   Dictionary of Greek

  • νοσσίδα — η (Α νοσσίς) μικρή στην ηλικία κότα η οποία δεν έχει συμπληρώσει τον πρώτο χρόνο τής ηλικίας της, πουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεοσσίς με υφαίρεση (πρβλ. νεοσσός: νοσσός)] …   Dictionary of Greek

  • πουλακίδα — και παλ. τ. πουλλακίδα, η, Ν η πουλάδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πουλάκι + κατάλ. ίδα] …   Dictionary of Greek

  • πουλλάδα — η, Ν βλ. πουλάδα …   Dictionary of Greek

  • ακτίτουρος — (actiturus). Πτηνά της οικογένειας των σκολοπακιδών, της τάξης των μακροτάρσων. Έχουν ράμφος μακρύ, πόδια γυμνά και ψηλά, στα οποία τα δάκτυλα είναι ενωμένα με ανθεκτική μεμβράνη, μακριά ουρά και ζουν κοντά στη θάλασσα, στα ποτάμια και στις… …   Dictionary of Greek

  • πουλακίδα — η βλ. πουλάδα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • όρνιθα — όρνιθα, η και ορνίθι, το κότα, πουλάδα: Διώξε τις όρνιθες (ή τα ορνίθια) από τον κήπο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»